διαβολη

διαβολη
    διαβολή
    δια-βολή
    ἥ тж. pl.
    1) ссора, вражда
    

(πρός τινα Plut.)

    2) неприязнь, нелюбовь, отвращение
    

(πρὸς ἄλειμμα καὴ λουτρόν, τοῦ πάθους Plut.)

    3) боязнь, страх
    

(πρὸς τὸν θάνατον Plut.)

    4) обвинение
    

(διαβολαὴ ψευδεῖς Isocr.)

    διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς Eur. — в силу выдвинутых мною обвинений

    5) ложное обвинение, клевета, наговор, тж. злословие
    

(κατά τινος и πρός τινα Plut.)

    ἐπὴ διαβολῇ Her. — клеветнически;
    δ. τοῦ λόγου Thuc. — клеветнический слух;
    διαβολὰς προσίεσθαι или ἐνδέχεσθαι Her. — (по)верить клевете

    6) дурная слава
    

(ἥ ἐμέ δ. Plat.)

    ἐν διαβολῇ γενέσθαι Lys. и ἐν διαβολαῖς εἶναι Polyb. — приобрести дурную славу или оказаться под подозрением


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διαβολη" в других словарях:

  • διαβολῇ — διαβολή false accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολή — false accusation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολή — η (AM διαβολή) συκοφαντία, ψευδής κατηγορία αρχ. 1. έριδα, αποστροφή, εχθρότητα 2. δόλος, εξαπάτηση 3. κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • διαβολή — η ψεύτικη και προσβλητική κατηγόρια, η συκοφαντία, η δυσφήμηση: Προσπαθεί να πάρει τη θέση μειώνοντας τους συναδέλφους του με διαβολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβολῆι — διαβολῇ , διαβολή false accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολαῖς — διαβολή false accusation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολαῖσι — διαβολή false accusation fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολαί — διαβολή false accusation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολῆς — διαβολή false accusation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολήν — διαβολή false accusation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολῶν — διαβολή false accusation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»